- ανακαμπτικός
- η , όν1) способный гнуть, сгибать; гнущий, сгибающий; 2) обходный;
κινήσεις ανακαμπτικαί — обходный манёвр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κινήσεις ανακαμπτικαί — обходный манёвр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνακαμπτικός — returning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαμπτικός — ή, ό (Μ ἀνακαμπτικός, ή, όν) [ἀνακάμπτω] αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη … Dictionary of Greek
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek